- θεολόγῳ
- θεόλογοςone who discourses of the godsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεολογώ — (AM θεολογῶ, έω) [θεολόγος] 1. διδάσκω τον θείο λόγο 2. εκφράζω την άποψη μου σε θεολογικά ζητήματα αρχ. 1. χαρακτηρίζω, ονομάζω, αποκαλώ 2. θεοποιώ 3. αποδεικνύω τη θεότητα κάποιου 4. ανάγω κάτι στη θεία επιρροή 5. (το ουδ. πληθ. παθ. μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
θεολογώ — θεολόγησα 1. ασχολούμαι με τη θεολογία. 2. μιλώ για το Θεό και τα θεία πράγματα: Οι Τούρκοι έμπαιναν στην Πόλη και οι Βυζαντινοί θεολογούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεολογῶ — θεολογέω discourse on the gods and cosmology pres subj act 1st sg (attic epic doric) θεολογέω discourse on the gods and cosmology pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγωι — θεολόγῳ , θεόλογος one who discourses of the gods masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богословьць — БОГОСЛОВЬЦ|Ь (303), А с. Богослов, теолог, проповедник христианского учения: ˫ако же велить великыи б҃ословець григории. КР 1284, 88а; Григории великыи б҃ословець. бы(с) ѡ(т) страны каподокиискы˫а. ПрЛ XIII, 138г; ˫акоже вѣщаѥть Б҃ословець… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αθεολόγητος — η, ο [θεολογώ] αυτός που δεν διδάχθηκε θεολογία ή δεν κατέχει τη θεολογία … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ιερολογώ — (ΑΜ ἱερολογῶ, έω, Α ιων. τ. ἱρολογῶ) [ιερολόγος] 1. συζητώ θρησκευτικά θέματα, θεολογώ 2. (για ιερείς) ευλογώ, τελώ ιερολογία … Dictionary of Greek
συνεπώνυμος — ον, Μ [ἐπώνυμος] γνωστός με την ίδια επωνυμία με κάποιον άλλο («ὁ συνεπώνυμος τούτῳ [τῷ Ἰωάννῃ τῷ Θεολόγῳ] Γρηγόριος», Αρέθ.) … Dictionary of Greek